- θέσμιος
- ος , ον законный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θέσμιος — fixed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσμιος — α, ο (ΑΜ θέσμιος, ον και ία, ον Α και δωρ. τέθμιος) [θεσμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμούς, που είναι σύμφωνος προς τους θεσμούς 2. (το ουδ. ως ουσ. στον εν. και στον πληθ.) το θέσμιο(ον) και τα θέσμια θεσμός, καθιερωμένη… … Dictionary of Greek
θέσμιος — α, ο που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμούς, ο σύμφωνος προς τους νόμους, νόμιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θέσμιον — θέσμιος fixed masc/fem acc sg θέσμιος fixed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέθμιον — θέσμιος fixed masc/fem acc sg (doric) θέσμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) τέθμιος fixed masc acc sg (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) τέθμιος fixed masc/fem acc sg (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμίοις — θέσμιος fixed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμίων — θέσμιος fixed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσμια — θέσμιος fixed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέθμια — θέσμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέθμιος — θέσμιος fixed masc/fem nom sg (doric) τέθμιος fixed masc nom sg (doric) τέθμιος fixed masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσμι' — θέσμια , θέσμιος fixed neut nom/voc/acc pl θέσμιε , θέσμιος fixed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)